- αντιπαλεύω
- (AM ἀντιπαλαίω)παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός)αρχ.-μσν.κάνω αγώνα πάλης με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπαλεύω — άλεψα, ανταγωνίζομαι, αντιστέκομαι: Ο οργανισμός μας αντιπαλεύει τις διάφορες αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεξάγω — (AM ἀντεξάγω) νεοελλ. κάνω εξαγωγές επιδιώκοντας ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. μσν. αντιτίθεμαι·|| αρχ. 1. εξάγω προϊόντα 2. οργανώνω εκστρατεία για ν αντιμετωπίσω επίθεση 3. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
αντιπαλαίω — ἀντιπαλαίω (Α) βλ. αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
ανταγωνίζομαι — ίστηκα, αντιπαλεύω, αντιδικώ: Πολλά ελληνικά προϊόντα σήμερα ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιμετωπίζω — ισα, ίστηκα, αποκρούω κάτι ή κάποιον, αντιπαλεύω: Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)